- πολύκλινος
- -ον, Α(για οικία) αυτός που έχει πολλές κλίνες ή πολλά ανάκλιντρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό-κλινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκλίνους — πολύκλινος with many couches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκλινα — πολύκλινος with many couches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱԿԸՄՊԱՆՈՑ — ( ) NBH 1 408 Chronological Sequence: 6c ա.գ. πολύκλινος, ον multos lectos habens Որ ունի զբազմակի ըմպանոցս. ուր են բազում նստարանքն ուտելոյ եւ ըմպելոյ. *Եռակ ըմբանոց, եւ բազմակըմբանոց տաճարս՝ ʼի կրայի պատենից եւ ʼի փղոսկրէ կազմեալ. Փիլ. տեսական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)